Έχω ακούσει για ένα μύλο που σκότωσε έναν παπά. Πήγαινε ένας παπάς εκεί και πήγε να βάλει το σίδερο, πριν πάμε στο λουμπουνάρι από κάτω στερεωνότανε επάνω σ’ ένα άλλο ξύλο που λεγότανε τράπεζα. Ήταν ένα ξύλο όρθιο πήγαινε σε μια τράβα και ήταν σταθερό. Είχε μια τρύπα μακρόστενη και σ’ αυτό στερεωνόταν η τράπεζα. Απάνω στη τράπεζα, το ξύλο αυτό ήταν 30 πόντους και πήγαινε πέρα ενάμισι μέτρο, ήταν ένα σίδερο τετράγωνο και λεγόταν κατομούχλι, είχε μέσ’ τη μέση λακάκι μικρό το λουμπουνάρι ήταν μυτερό κάτω και δούλευενε το λουμπουνάρι επάνω στο κατωμούχλι. Στο κατομούχλι βάζανε λάδι μέσα γιατί άναβενε, ήταν σίδερο. Πήγε ο παπάς να βάλει λάδι στο καταμούχλι και του πιασε τα γένια το λουμπουνάρι όπως εγύριζε και τον εσκότωσενε. Τον εγύρισε πάνω στο σίδερο.
Σταύρος Κορασίδης, Κέα